- προεκπίνω
- Απίνω κάτι ολόκληρο, καταπίνω προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐκπίνω «πίνω όλο το περιεχόμενο τού ποτηριού»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… … Dictionary of Greek